κρουσιμέτρης — false measurer masc nom sg (epic ionic) κρουσιμετρέω cheat in measuring imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουσιμετρῶν — κρουσιμέτρης false measurer masc gen pl κρουσιμετρέω cheat in measuring pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουσιμετρώ — (Α κρουσιμετρῶ, έω) [κρουσιμέτρης] νεοελλ. εξετάζω το έδαφος με χτύπημα για να βρω υπόγεια φλέβα νερού αρχ. εξαπατώ κατά το ζύγισμα τού σίτου χτυπώντας τη ζυγαριά («κρουσιμετρεῑν, ἐλλιπῶς μετρεῑν καὶ ἐνδεῶς», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
ματιολοιχός — ματιολοιχός, ὁ (Α) ο κρουσιμέτρης, αυτός που επιδιώκει με αναξιοπρεπή τρόπο ασήμαντα κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ. γρφ. τού ματτυολοιχός*] … Dictionary of Greek